ανταλλάξιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταλλάξιμος η ανταλλάξιμη το ανταλλάξιμο
      γενική του ανταλλάξιμου της ανταλλάξιμης του ανταλλάξιμου
    αιτιατική τον ανταλλάξιμο την ανταλλάξιμη το ανταλλάξιμο
     κλητική ανταλλάξιμε ανταλλάξιμη ανταλλάξιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταλλάξιμοι οι ανταλλάξιμες τα ανταλλάξιμα
      γενική των ανταλλάξιμων των ανταλλάξιμων των ανταλλάξιμων
    αιτιατική τους ανταλλάξιμους τις ανταλλάξιμες τα ανταλλάξιμα
     κλητική ανταλλάξιμοι ανταλλάξιμες ανταλλάξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανταλλάξιμος < ανταλλάσσω + -ιμος

Επίθετο

ανταλλάξιμος, -η, -ο

  1. που πρόκειται να δοθεί ή δόθηκε για ανταλλαγή ή είναι δυνατόν να ανταλλαγεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ανταλλάξιμοι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.