ανταλλάξιμοι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | ανταλλάξιμοι | ||
| γενική | των | ανταλλάξιμων & ανταλλαξίμων | ||
| αιτιατική | τους | ανταλλάξιμους & ανταλλαξίμους | ||
| κλητική | ανταλλάξιμοι | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανταλλάξιμοι < πληθυντικός αριθμός του ανταλλάξιμος
Ουσιαστικό
ανταλλάξιμοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) πρόσφυγες των αρχών του 20ού αιώνα μέχρι και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, που κρίθηκε απαραίτητο να φύγουν από τις εστίες τους στην Τουρκία, όπου πατροπαράδοτα έμεναν, και με συμβάσεις ανταλλαγής να πάνε μόνιμα στην Ελλάδα (ή το αντίθετο)
Μεταφράσεις
ανταλλάξιμοι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.