ανταγωνιστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταγωνιστικότητα οι ανταγωνιστικότητες
      γενική της ανταγωνιστικότητας των ανταγωνιστικοτήτων
    αιτιατική την ανταγωνιστικότητα τις ανταγωνιστικότητες
     κλητική ανταγωνιστικότητα ανταγωνιστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανταγωνιστικότητα < ανταγωνιστικός + -ότητα

Ουσιαστικό

ανταγωνιστικότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.