ανταγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταγωγή οι ανταγωγές
      γενική της ανταγωγής των ανταγωγών
    αιτιατική την ανταγωγή τις ανταγωγές
     κλητική ανταγωγή ανταγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανταγωγή < αντ(ι)- + αγωγή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reconvention)

Ουσιαστικό

ανταγωγή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.