ανοχύρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοχύρωτος η ανοχύρωτη το ανοχύρωτο
      γενική του ανοχύρωτου της ανοχύρωτης του ανοχύρωτου
    αιτιατική τον ανοχύρωτο την ανοχύρωτη το ανοχύρωτο
     κλητική ανοχύρωτε ανοχύρωτη ανοχύρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοχύρωτοι οι ανοχύρωτες τα ανοχύρωτα
      γενική των ανοχύρωτων των ανοχύρωτων των ανοχύρωτων
    αιτιατική τους ανοχύρωτους τις ανοχύρωτες τα ανοχύρωτα
     κλητική ανοχύρωτοι ανοχύρωτες ανοχύρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοχύρωτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ανοχύρωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει οχυρωθεί
  2. (ειδικότερα) πόλη ή περιοχή που καταγράφεται σαν ανυπεράσπιστη ώστε να μην βομβαρδιστεί σε περίοδο πολέμου και δεν προβάλει αντίσταση στην προέλαση των αντίπαλων στρατευμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.