ανοσοποιητικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανοσοποιητικό τα ανοσοποιητικά
      γενική του ανοσοποιητικού των ανοσοποιητικών
    αιτιατική το ανοσοποιητικό τα ανοσοποιητικά
     κλητική ανοσοποιητικό ανοσοποιητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανοσοποιητικό < ανοσοποιητικό σύστημα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική immune system)

Ουσιαστικό

ανοσοποιητικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανοσοποιητικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ανοσοποιητικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ανοσοποιητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.