ανοσοπεπτιδίωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανοσοπεπτιδίωμα τα ανοσοπεπτιδιώματα
      γενική του ανοσοπεπτιδιώματος των ανοσοπεπτιδιωμάτων
    αιτιατική το ανοσοπεπτιδίωμα τα ανοσοπεπτιδιώματα
     κλητική ανοσοπεπτιδίωμα ανοσοπεπτιδιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανοσοπεπτιδίωμα < άνοσος + -ο- + πεπτιδίωμα

Ουσιαστικό

ανοσοπεπτιδίωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.