ανοσοαπόκριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσοαπόκριση οι ανοσοαποκρίσεις
      γενική της ανοσοαπόκρισης* των ανοσοαποκρίσεων
    αιτιατική την ανοσοαπόκριση τις ανοσοαποκρίσεις
     κλητική ανοσοαπόκριση ανοσοαποκρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοσοαποκρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανοσοαπόκριση < ανοσία + -ο- + απόκριση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immune response)

Ουσιαστικό

ανοσοαπόκριση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.