απόκριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόκριση οι αποκρίσεις
      γενική της απόκρισης* των αποκρίσεων
    αιτιατική την απόκριση τις αποκρίσεις
     κλητική απόκριση αποκρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόκριση < αρχαία ελληνική ἀπόκρισις

Ουσιαστικό

απόκριση θηλυκό

  1. η απάντηση
  2. ο τρόπος με τον οποίο υπακούει μια συσκευή στις εντολές του χειριστή της

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.