SARS
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- SARS < Severe Acute Respiratory Syndrome
Συντομομορφή
- (ιατρική) σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο: μορφή πνευμονίας η οποία προκαλείται από μόλυνση από κορονοϊό και χαρακτηρίζεται από πυρετό, μυαλγία, λήθαργο και βήχα και η οποία μπορεί να αποβεί θανατηφόρα
- COVID-19
- MERS
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.