ανοιχτόκαρδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανοιχτόκαρδα < ανοιχτόκαρδος + -α
Συνώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανοιχτόκαρδα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανοιχτόκαρδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.