ανιστόρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανιστόρητος | η | ανιστόρητη | το | ανιστόρητο |
| γενική | του | ανιστόρητου | της | ανιστόρητης | του | ανιστόρητου |
| αιτιατική | τον | ανιστόρητο | την | ανιστόρητη | το | ανιστόρητο |
| κλητική | ανιστόρητε | ανιστόρητη | ανιστόρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανιστόρητοι | οι | ανιστόρητες | τα | ανιστόρητα |
| γενική | των | ανιστόρητων | των | ανιστόρητων | των | ανιστόρητων |
| αιτιατική | τους | ανιστόρητους | τις | ανιστόρητες | τα | ανιστόρητα |
| κλητική | ανιστόρητοι | ανιστόρητες | ανιστόρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανιστόρητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνιστόρητος (που δεν γνωρίζει την ιστορία, απληροφόρητος· ανεξερεύνητος, μη καταγεγραμμένος) < ἀν- στερητικό + ἱστορέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.niˈsto.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐στό‐ρη‐τος
Επίθετο
ανιστόρητος, -η, -ο
- με άγνοια της ιστορίας
- που δεν τον έχουν εξιστορήσει ή δεν είναι δυνατόν να εξιστορηθεί
- ※ Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο // μέγα αστροπελέκι, κάτι // πρωταγρίκητο κι ως τότε κι ανιστόρητο, // ... κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο
- (Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου'
- ※ Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο // μέγα αστροπελέκι, κάτι // πρωταγρίκητο κι ως τότε κι ανιστόρητο, // ... κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο
- (για ναό) που δεν τον έχουν ιστορήσει με τοιχογραφίες
- ↪ λόγω οικονομικών προβλημάτων το παρεκκλήσι παρέμεινε ανιστόρητο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ανιστόρητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.