ανιστόρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανιστόρητος η ανιστόρητη το ανιστόρητο
      γενική του ανιστόρητου της ανιστόρητης του ανιστόρητου
    αιτιατική τον ανιστόρητο την ανιστόρητη το ανιστόρητο
     κλητική ανιστόρητε ανιστόρητη ανιστόρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανιστόρητοι οι ανιστόρητες τα ανιστόρητα
      γενική των ανιστόρητων των ανιστόρητων των ανιστόρητων
    αιτιατική τους ανιστόρητους τις ανιστόρητες τα ανιστόρητα
     κλητική ανιστόρητοι ανιστόρητες ανιστόρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανιστόρητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνιστόρητος (που δεν γνωρίζει την ιστορία, απληροφόρητος· ανεξερεύνητος, μη καταγεγραμμένος) < ἀν- στερητικό + ἱστορέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.niˈsto.ɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανιστόρητος

Επίθετο

ανιστόρητος, -η, -ο

  1. με άγνοια της ιστορίας
    1. (για άνθρωπο) που δεν γνωρίζει ιστορία
    2. (για διήγηση, άποψη κλπ) που δεν βασίζεται σε επιστημονικά ιστορικά δεδομένα, που προδίδει άγνοια της ιστορίας
  2. που δεν τον έχουν εξιστορήσει ή δεν είναι δυνατόν να εξιστορηθεί
      Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο // μέγα αστροπελέκι, κάτι // πρωταγρίκητο κι ως τότε κι ανιστόρητο, // ... κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο
    (Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου'
  3. (για ναό) που δεν τον έχουν ιστορήσει με τοιχογραφίες
    λόγω οικονομικών προβλημάτων το παρεκκλήσι παρέμεινε ανιστόρητο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.