ανιοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανιοβόλος | η | ανιοβόλα & ανιοβόλος |
το | ανιοβόλο |
| γενική | του | ανιοβόλου | της | ανιοβόλας & ανιοβόλου |
του | ανιοβόλου |
| αιτιατική | τον | ανιοβόλο | την | ανιοβόλα & ανιοβόλο |
το | ανιοβόλο |
| κλητική | ανιοβόλε | ανιοβόλα & ανιοβόλε |
ανιοβόλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανιοβόλοι | οι | ανιοβόλες & ανιοβόλοι |
τα | ανιοβόλα |
| γενική | των | ανιοβόλων | των | ανιοβόλων | των | ανιοβόλων |
| αιτιατική | τους | ανιοβόλους | τις | ανιοβόλες & ανιοβόλους |
τα | ανιοβόλα |
| κλητική | ανιοβόλοι | ανιοβόλες & ανιοβόλοι |
ανιοβόλα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ni.oˈvo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐ο‐βό‐λος
Επίθετο
ανιοβόλος, -α/ος, -ο
- μη ιοβόλος, που δεν εκτοξεύει δηλητήριο
- ↪ ανιοβόλα φίδια
- ≠ αντώνυμα: ιοβόλος → δείτε και τη λέξη δηλητηριώδης
Μεταφράσεις
ανιοβόλος
|
|
Πηγές
- ανιοβόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.