ανιοβόλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανιοβόλος η ανιοβόλα
& ανιοβόλος
το ανιοβόλο
      γενική του ανιοβόλου της ανιοβόλας
& ανιοβόλου
του ανιοβόλου
    αιτιατική τον ανιοβόλο την ανιοβόλα
& ανιοβόλο
το ανιοβόλο
     κλητική ανιοβόλε ανιοβόλα
& ανιοβόλε
ανιοβόλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανιοβόλοι οι ανιοβόλες
& ανιοβόλοι
τα ανιοβόλα
      γενική των ανιοβόλων των ανιοβόλων των ανιοβόλων
    αιτιατική τους ανιοβόλους τις ανιοβόλες
& ανιοβόλους
τα ανιοβόλα
     κλητική ανιοβόλοι ανιοβόλες
& ανιοβόλοι
ανιοβόλα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανιοβόλος < αν- στερητικό + ιοβόλος < ιο- + -βόλος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ni.oˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανιοβόλος

Επίθετο

ανιοβόλος, -α/ος, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.