υποπυραγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υποπυραγός οι υποπυραγοί
      γενική του/της υποπυραγού των υποπυραγών
    αιτιατική τον/την υποπυραγό τους/τις υποπυραγούς
     κλητική υποπυραγέ υποπυραγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποπυραγός < υπο- + πυραγός

Ουσιαστικό

υποπυραγός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.