ανθρωποσφαγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποσφαγή οι ανθρωποσφαγές
      γενική της ανθρωποσφαγής των ανθρωποσφαγών
    αιτιατική την ανθρωποσφαγή τις ανθρωποσφαγές
     κλητική ανθρωποσφαγή ανθρωποσφαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρωποσφαγή < (ελληνιστική κοινή) ἀνθρωποσφαγία < αρχαία ελληνική ἀνθρωποσφαγέω < ἄνθρωπος + σφάττω

Ουσιαστικό

ανθρωποσφαγή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.