εσωτερικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσωτερικότητα οι εσωτερικότητες
      γενική της εσωτερικότητας των εσωτερικοτήτων
    αιτιατική την εσωτερικότητα τις εσωτερικότητες
     κλητική εσωτερικότητα εσωτερικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εσωτερικότητα < εσωτερικός + -ότητα

Ουσιαστικό

εσωτερικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του εσωτερικού
  2. η ύπαρξη σημαντικού και πλούσιου εσωτερικού κόσμου (πνευματικών, ψυχικών, διανοητικών κ.ά. χαρισμάτων)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.