ανθρωπάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθρωπάκι τα ανθρωπάκια
      γενική
    αιτιατική το ανθρωπάκι τα ανθρωπάκια
     κλητική ανθρωπάκι ανθρωπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Δείτε και το αρσενικό «ο ανθρωπάκος».
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρωπάκι < άνθρωπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /an.θɾoˈpa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανθρωπάκι

Ουσιαστικό

ανθρωπάκι ουδέτερο

  1. (οικείο) το μωρό
  2. μικρόσωμος άνθρωπος
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) ασήμαντος ή τιποτένιος άνθρωπος
  4. (μεταφορικά) άκακος και αγαθός άνθρωπος, που δεν πειράζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.