ανθρωπάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθρωπάκι | τα | ανθρωπάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ανθρωπάκι | τα | ανθρωπάκια |
| κλητική | ανθρωπάκι | ανθρωπάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Δείτε και το αρσενικό «ο ανθρωπάκος». | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθρωπάκι < άνθρωπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.θɾoˈpa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πά‐κι
Ουσιαστικό
ανθρωπάκι ουδέτερο
- (οικείο) το μωρό
- μικρόσωμος άνθρωπος
- (μεταφορικά, μειωτικό) ασήμαντος ή τιποτένιος άνθρωπος
- (μεταφορικά) άκακος και αγαθός άνθρωπος, που δεν πειράζει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.