bonhomme

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

bonhomme < bon + homme

Προφορά

ΔΦΑ : /bɔ.nɔm/
 

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
bonhomme bonhommes

bonhomme (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bonhomme bonhommes

bonhomme (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) καλός άντρας
  2. (παρωχημένο) εύπιστος, απλοϊκός άντρας
  3. (οικείο) (δείχνει έλλειψη σεβασμού) κύριος, άντρας
  4. χαϊδευτικός όρος για ένα αγοράκι
  5. (οικείο) απλουστευμένο σκίτσο ενός ανθρώπου
  6. bonhomme de neige - χιονάνθρωπος

Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.