bonhomme
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /bɔ.nɔm/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| bonhomme | bonhommes |
bonhomme (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) καλός άντρας
- (παρωχημένο) εύπιστος, απλοϊκός άντρας
- (οικείο) (δείχνει έλλειψη σεβασμού) κύριος, άντρας
- χαϊδευτικός όρος για ένα αγοράκι
- (οικείο) απλουστευμένο σκίτσο ενός ανθρώπου
- bonhomme de neige - χιονάνθρωπος
Εκφράσεις
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.