ανηφορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανηφορικός η ανηφορική το ανηφορικό
      γενική του ανηφορικού της ανηφορικής του ανηφορικού
    αιτιατική τον ανηφορικό την ανηφορική το ανηφορικό
     κλητική ανηφορικέ ανηφορική ανηφορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανηφορικοί οι ανηφορικές τα ανηφορικά
      γενική των ανηφορικών των ανηφορικών των ανηφορικών
    αιτιατική τους ανηφορικούς τις ανηφορικές τα ανηφορικά
     κλητική ανηφορικοί ανηφορικές ανηφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανηφορικός < ανήφορος + -ικός

Επίθετο

ανηφορικός, -ή, -ό

  1. που έχει κάποια κλίση προς τα πάνω
  2. (μεταφορικά) δύσκολος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.