ανεργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεργία | οι | ανεργίες |
| γενική | της | ανεργίας | — | |
| αιτιατική | την | ανεργία | τις | ανεργίες |
| κλητική | ανεργία | ανεργίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανεργία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεργία (έλλειψη δραστηριότητας), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Arbeitslosigkeit[1] → δείτε αν- (α- στερητικό) + ἔργον
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.neɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νερ‐γί‐α
Ουσιαστικό
ανεργία θηλυκό
Μεταφράσεις
ανεργία
Αναφορές
- ανεργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.