ανεπισκεύαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεπισκεύαστος | η | ανεπισκεύαστη | το | ανεπισκεύαστο |
| γενική | του | ανεπισκεύαστου | της | ανεπισκεύαστης | του | ανεπισκεύαστου |
| αιτιατική | τον | ανεπισκεύαστο | την | ανεπισκεύαστη | το | ανεπισκεύαστο |
| κλητική | ανεπισκεύαστε | ανεπισκεύαστη | ανεπισκεύαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεπισκεύαστοι | οι | ανεπισκεύαστες | τα | ανεπισκεύαστα |
| γενική | των | ανεπισκεύαστων | των | ανεπισκεύαστων | των | ανεπισκεύαστων |
| αιτιατική | τους | ανεπισκεύαστους | τις | ανεπισκεύαστες | τα | ανεπισκεύαστα |
| κλητική | ανεπισκεύαστοι | ανεπισκεύαστες | ανεπισκεύαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεπισκεύαστος < αν- (στερητικό α-) + επισκευάζω επισκευασ= + -τος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.