επισκευάσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισκευάσιμος η επισκευάσιμη το επισκευάσιμο
      γενική του επισκευάσιμου της επισκευάσιμης του επισκευάσιμου
    αιτιατική τον επισκευάσιμο την επισκευάσιμη το επισκευάσιμο
     κλητική επισκευάσιμε επισκευάσιμη επισκευάσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισκευάσιμοι οι επισκευάσιμες τα επισκευάσιμα
      γενική των επισκευάσιμων των επισκευάσιμων των επισκευάσιμων
    αιτιατική τους επισκευάσιμους τις επισκευάσιμες τα επισκευάσιμα
     κλητική επισκευάσιμοι επισκευάσιμες επισκευάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επισκευάσιμος < αρχαία ελληνική ἐπισκευάσιμος < ἐπισκευάζω < ἐπί + σκευάζω < σκευή

Επίθετο

επισκευάσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.