ανεπίβλεπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπίβλεπτος η ανεπίβλεπτη το ανεπίβλεπτο
      γενική του ανεπίβλεπτου της ανεπίβλεπτης του ανεπίβλεπτου
    αιτιατική τον ανεπίβλεπτο την ανεπίβλεπτη το ανεπίβλεπτο
     κλητική ανεπίβλεπτε ανεπίβλεπτη ανεπίβλεπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπίβλεπτοι οι ανεπίβλεπτες τα ανεπίβλεπτα
      γενική των ανεπίβλεπτων των ανεπίβλεπτων των ανεπίβλεπτων
    αιτιατική τους ανεπίβλεπτους τις ανεπίβλεπτες τα ανεπίβλεπτα
     κλητική ανεπίβλεπτοι ανεπίβλεπτες ανεπίβλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεπίβλεπτος < αν- (στερητικό α-) + επιβλέπ(ω) + -τος

Επίθετο

ανεπίβλεπτος

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.