ανεμοβλογιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεμοβλογιά | οι | ανεμοβλογιές |
| γενική | της | ανεμοβλογιάς | των | ανεμοβλογιών |
| αιτιατική | την | ανεμοβλογιά | τις | ανεμοβλογιές |
| κλητική | ανεμοβλογιά | ανεμοβλογιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σημάδια ανεμοβλογιάς στην πλάτη
Ουσιαστικό
ανεμοβλογιά θηλυκό
- (ιατρική, πάθηση) οξεία λοιμώδης παιδική μεταδοτική νόσος που χαρακτηρίζεται από χαμηλό πυρετό και δερματικές κύστεις
- ανεμοβλόι / ανεμοβλόγι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.