ανεκδιήγητων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανεκδιήγητων

  1. γενική πληθυντικού του ανεκδιήγητος
  2. γενική πληθυντικού του ανεκδιήγητη
  3. γενική πληθυντικού του ανεκδιήγητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.