ουρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ουρολόγος | οι | ουρολόγοι |
| γενική | του/της | ουρολόγου | των | ουρολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ουρολόγο | τους/τις | ουρολόγους |
| κλητική | ουρολόγε | ουρολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουρολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- ουρολογία
- ουρολογικός
- → και δείτε τη λέξη ούρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.