ναυτολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ναυτολογώ < (ελληνιστική κοινή) ναυτολογέω / ναυτολογῶ < ναυτολόγος < αρχαία ελληνική ναύτης (< ναῦς) + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /na.fto.loˈɣo/

Ρήμα

ναυτολογώ (παθητική φωνή: ναυτολογούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.