ναυτολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ναυτολογώ < (ελληνιστική κοινή) ναυτολογέω / ναυτολογῶ < ναυτολόγος < αρχαία ελληνική ναύτης (< ναῦς) + λέγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /na.fto.loˈɣo/
Ρήμα
ναυτολογώ (παθητική φωνή: ναυτολογούμαι)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ναυτολόγος, ναυς και λέγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ναυτολογώ | ναυτολογούσα | θα ναυτολογώ | να ναυτολογώ | ναυτολογώντας | |
| β' ενικ. | ναυτολογείς | ναυτολογούσες | θα ναυτολογείς | να ναυτολογείς | (ναυτολόγει) | |
| γ' ενικ. | ναυτολογεί | ναυτολογούσε | θα ναυτολογεί | να ναυτολογεί | ||
| α' πληθ. | ναυτολογούμε | ναυτολογούσαμε | θα ναυτολογούμε | να ναυτολογούμε | ||
| β' πληθ. | ναυτολογείτε | ναυτολογούσατε | θα ναυτολογείτε | να ναυτολογείτε | ναυτολογείτε | |
| γ' πληθ. | ναυτολογούν(ε) | ναυτολογούσαν(ε) | θα ναυτολογούν(ε) | να ναυτολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ναυτολόγησα | θα ναυτολογήσω | να ναυτολογήσω | ναυτολογήσει | ||
| β' ενικ. | ναυτολόγησες | θα ναυτολογήσεις | να ναυτολογήσεις | ναυτολόγησε | ||
| γ' ενικ. | ναυτολόγησε | θα ναυτολογήσει | να ναυτολογήσει | |||
| α' πληθ. | ναυτολογήσαμε | θα ναυτολογήσουμε | να ναυτολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | ναυτολογήσατε | θα ναυτολογήσετε | να ναυτολογήσετε | ναυτολογήστε | ||
| γ' πληθ. | ναυτολόγησαν ναυτολογήσαν(ε) |
θα ναυτολογήσουν(ε) | να ναυτολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ναυτολογήσει | είχα ναυτολογήσει | θα έχω ναυτολογήσει | να έχω ναυτολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ναυτολογήσει | είχες ναυτολογήσει | θα έχεις ναυτολογήσει | να έχεις ναυτολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ναυτολογήσει | είχε ναυτολογήσει | θα έχει ναυτολογήσει | να έχει ναυτολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ναυτολογήσει | είχαμε ναυτολογήσει | θα έχουμε ναυτολογήσει | να έχουμε ναυτολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ναυτολογήσει | είχατε ναυτολογήσει | θα έχετε ναυτολογήσει | να έχετε ναυτολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ναυτολογήσει | είχαν ναυτολογήσει | θα έχουν ναυτολογήσει | να έχουν ναυτολογήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.