ανατριχιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανατριχιάζω < (ελληνιστική κοινή) ἀνάτριχος (με όρθιες τις τρίχες)
Ρήμα
ανατριχιάζω
- μου σηκώνονται οι τρίχες (από την ψύχρα ή από φρίκη ή επειδή ανεβάζω πυρετό)
- Οταν λες τη λέξη εφορία ανατριχιάζω
- μου σηκώνονται οι τρίχες από ερωτική επιθυμία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανατριχιάζω | ανατριχίαζα | θα ανατριχιάζω | να ανατριχιάζω | ανατριχιάζοντας | |
| β' ενικ. | ανατριχιάζεις | ανατριχίαζες | θα ανατριχιάζεις | να ανατριχιάζεις | ανατριχίαζε | |
| γ' ενικ. | ανατριχιάζει | ανατριχίαζε | θα ανατριχιάζει | να ανατριχιάζει | ||
| α' πληθ. | ανατριχιάζουμε | ανατριχιάζαμε | θα ανατριχιάζουμε | να ανατριχιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ανατριχιάζετε | ανατριχιάζατε | θα ανατριχιάζετε | να ανατριχιάζετε | ανατριχιάζετε | |
| γ' πληθ. | ανατριχιάζουν(ε) | ανατριχίαζαν ανατριχιάζαν(ε) |
θα ανατριχιάζουν(ε) | να ανατριχιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανατριχίασα | θα ανατριχιάσω | να ανατριχιάσω | ανατριχιάσει | ||
| β' ενικ. | ανατριχίασες | θα ανατριχιάσεις | να ανατριχιάσεις | ανατριχίασε | ||
| γ' ενικ. | ανατριχίασε | θα ανατριχιάσει | να ανατριχιάσει | |||
| α' πληθ. | ανατριχιάσαμε | θα ανατριχιάσουμε | να ανατριχιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ανατριχιάσατε | θα ανατριχιάσετε | να ανατριχιάσετε | ανατριχιάστε | ||
| γ' πληθ. | ανατριχίασαν ανατριχιάσαν(ε) |
θα ανατριχιάσουν(ε) | να ανατριχιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανατριχιάσει | είχα ανατριχιάσει | θα έχω ανατριχιάσει | να έχω ανατριχιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανατριχιάσει | είχες ανατριχιάσει | θα έχεις ανατριχιάσει | να έχεις ανατριχιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανατριχιάσει | είχε ανατριχιάσει | θα έχει ανατριχιάσει | να έχει ανατριχιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανατριχιάσει | είχαμε ανατριχιάσει | θα έχουμε ανατριχιάσει | να έχουμε ανατριχιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανατριχιάσει | είχατε ανατριχιάσει | θα έχετε ανατριχιάσει | να έχετε ανατριχιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανατριχιάσει | είχαν ανατριχιάσει | θα έχουν ανατριχιάσει | να έχουν ανατριχιάσει |
| |
- παρατ. και ανατρίχιαζα αορ. και ανατρίχιασα
Μεταφράσεις
ανατριχιάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.