ανατοξίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατοξίνη οι ανατοξίνες
      γενική της ανατοξίνης των ανατοξινών
    αιτιατική την ανατοξίνη τις ανατοξίνες
     κλητική ανατοξίνη ανατοξίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανατοξίνη < ανα- + τοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toxine < toxique < λατινικά toxicum < αρχαία ελληνική τοξικόν, ουδέτερο του τοξικός < τόξον + -ίνη

Ουσιαστικό

ανατοξίνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.