ανατοξίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανατοξίνη | οι | ανατοξίνες |
| γενική | της | ανατοξίνης | των | ανατοξινών |
| αιτιατική | την | ανατοξίνη | τις | ανατοξίνες |
| κλητική | ανατοξίνη | ανατοξίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ανατοξίνη θηλυκό
- (ιατρική, φαρμακευτική) βακτηριακή τοξίνη, (ή εξωτοξίνη), με πολύ περιορισμένη τοξικότητα που συμβάλλει στην παραγωγή αντισωμάτων και στην εμφάνιση ανοσίας σε ορισμένες ασθένειες και χρησιμοποιείται κυρίως στα εμβόλια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.