αναστυλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναστυλωμένος η αναστυλωμένη το αναστυλωμένο
      γενική του αναστυλωμένου της αναστυλωμένης του αναστυλωμένου
    αιτιατική τον αναστυλωμένο την αναστυλωμένη το αναστυλωμένο
     κλητική αναστυλωμένε αναστυλωμένη αναστυλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναστυλωμένοι οι αναστυλωμένες τα αναστυλωμένα
      γενική των αναστυλωμένων των αναστυλωμένων των αναστυλωμένων
    αιτιατική τους αναστυλωμένους τις αναστυλωμένες τα αναστυλωμένα
     κλητική αναστυλωμένοι αναστυλωμένες αναστυλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναστυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναστυλώνω

Μετοχή

αναστυλωμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη αναστηλώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.