αναστιγματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναστιγματικός η αναστιγματική το αναστιγματικό
      γενική του αναστιγματικού της αναστιγματικής του αναστιγματικού
    αιτιατική τον αναστιγματικό την αναστιγματική το αναστιγματικό
     κλητική αναστιγματικέ αναστιγματική αναστιγματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναστιγματικοί οι αναστιγματικές τα αναστιγματικά
      γενική των αναστιγματικών των αναστιγματικών των αναστιγματικών
    αιτιατική τους αναστιγματικούς τις αναστιγματικές τα αναστιγματικά
     κλητική αναστιγματικοί αναστιγματικές αναστιγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναστιγματικός < αν- (στερητικό α-) + αστιγματικός

Επίθετο

αναστιγματικός[1]

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αναστιγματικός -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.