αστιγματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστιγματικός | η | αστιγματική | το | αστιγματικό |
| γενική | του | αστιγματικού | της | αστιγματικής | του | αστιγματικού |
| αιτιατική | τον | αστιγματικό | την | αστιγματική | το | αστιγματικό |
| κλητική | αστιγματικέ | αστιγματική | αστιγματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστιγματικοί | οι | αστιγματικές | τα | αστιγματικά |
| γενική | των | αστιγματικών | των | αστιγματικών | των | αστιγματικών |
| αιτιατική | τους | αστιγματικούς | τις | αστιγματικές | τα | αστιγματικά |
| κλητική | αστιγματικοί | αστιγματικές | αστιγματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστιγματικός < αστιγματισμός + -ικός
Επίθετο
αστιγματικός
- που έχει σχέση με τον αστιγματισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (για πρόσωπα) που πάσχει από αστιγματισμό
- ※ η αδερφή μου είναι αστιγματική και χρειάζεται να φοράει γυαλιά, για να βλέπει καλά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αστιγματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.