αναστηλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναστηλωμένος | η | αναστηλωμένη | το | αναστηλωμένο |
| γενική | του | αναστηλωμένου | της | αναστηλωμένης | του | αναστηλωμένου |
| αιτιατική | τον | αναστηλωμένο | την | αναστηλωμένη | το | αναστηλωμένο |
| κλητική | αναστηλωμένε | αναστηλωμένη | αναστηλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναστηλωμένοι | οι | αναστηλωμένες | τα | αναστηλωμένα |
| γενική | των | αναστηλωμένων | των | αναστηλωμένων | των | αναστηλωμένων |
| αιτιατική | τους | αναστηλωμένους | τις | αναστηλωμένες | τα | αναστηλωμένα |
| κλητική | αναστηλωμένοι | αναστηλωμένες | αναστηλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναστηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναστηλώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.