αναπτυξιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναπτυξιακός | η | αναπτυξιακή | το | αναπτυξιακό |
| γενική | του | αναπτυξιακού | της | αναπτυξιακής | του | αναπτυξιακού |
| αιτιατική | τον | αναπτυξιακό | την | αναπτυξιακή | το | αναπτυξιακό |
| κλητική | αναπτυξιακέ | αναπτυξιακή | αναπτυξιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναπτυξιακοί | οι | αναπτυξιακές | τα | αναπτυξιακά |
| γενική | των | αναπτυξιακών | των | αναπτυξιακών | των | αναπτυξιακών |
| αιτιατική | τους | αναπτυξιακούς | τις | αναπτυξιακές | τα | αναπτυξιακά |
| κλητική | αναπτυξιακοί | αναπτυξιακές | αναπτυξιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναπτυξιακός < ανάπτυξη
Επίθετο
αναπτυξιακός
- εκείνος που βοηθά στην ανάπτυξη, την προάγει σε διάφορους τομείς
- αναπτυξιακό πρόγραμμα
- ο σχετικός με την ανάτυξη, τη μελέτη της
- αναπτυξιακή ψυχολογία (για παιδιά και εφήβους)
- αναπτυξιακά προβλήματα βρεφών
Μεταφράσεις
αναπτυξιακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.