αναπτυξιακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπτυξιακά < αναπτυξιακός

Επίρρημα

αναπτυξιακά

  1. με τρόπο σχετικό με την ανάπτυξη, υπό το πρίσμα της ανάπτυξης
    Εξέτασαν την κατάσταση της χώρας καθαρά αναπτυξιακά και σχεδίασαν ανάλογα, χωρίς να συνυπολογίσουν το ανθρώπινο κόστος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αναπτυξιακά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.