αναπροσαρμοσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναπροσαρμοσμένος | η | αναπροσαρμοσμένη | το | αναπροσαρμοσμένο |
| γενική | του | αναπροσαρμοσμένου | της | αναπροσαρμοσμένης | του | αναπροσαρμοσμένου |
| αιτιατική | τον | αναπροσαρμοσμένο | την | αναπροσαρμοσμένη | το | αναπροσαρμοσμένο |
| κλητική | αναπροσαρμοσμένε | αναπροσαρμοσμένη | αναπροσαρμοσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναπροσαρμοσμένοι | οι | αναπροσαρμοσμένες | τα | αναπροσαρμοσμένα |
| γενική | των | αναπροσαρμοσμένων | των | αναπροσαρμοσμένων | των | αναπροσαρμοσμένων |
| αιτιατική | τους | αναπροσαρμοσμένους | τις | αναπροσαρμοσμένες | τα | αναπροσαρμοσμένα |
| κλητική | αναπροσαρμοσμένοι | αναπροσαρμοσμένες | αναπροσαρμοσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναπροσαρμοσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναπροσαρμόζω
Μεταφράσεις
αναπροσαρμοσμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.