αναπροσανατολισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπροσανατολισμένος η αναπροσανατολισμένη το αναπροσανατολισμένο
      γενική του αναπροσανατολισμένου της αναπροσανατολισμένης του αναπροσανατολισμένου
    αιτιατική τον αναπροσανατολισμένο την αναπροσανατολισμένη το αναπροσανατολισμένο
     κλητική αναπροσανατολισμένε αναπροσανατολισμένη αναπροσανατολισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπροσανατολισμένοι οι αναπροσανατολισμένες τα αναπροσανατολισμένα
      γενική των αναπροσανατολισμένων των αναπροσανατολισμένων των αναπροσανατολισμένων
    αιτιατική τους αναπροσανατολισμένους τις αναπροσανατολισμένες τα αναπροσανατολισμένα
     κλητική αναπροσανατολισμένοι αναπροσανατολισμένες αναπροσανατολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αναπροσανατολισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.