αναπαραγόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναπαραγόμενος | η | αναπαραγόμενη | το | αναπαραγόμενο |
| γενική | του | αναπαραγόμενου | της | αναπαραγόμενης | του | αναπαραγόμενου |
| αιτιατική | τον | αναπαραγόμενο | την | αναπαραγόμενη | το | αναπαραγόμενο |
| κλητική | αναπαραγόμενε | αναπαραγόμενη | αναπαραγόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναπαραγόμενοι | οι | αναπαραγόμενες | τα | αναπαραγόμενα |
| γενική | των | αναπαραγόμενων | των | αναπαραγόμενων | των | αναπαραγόμενων |
| αιτιατική | τους | αναπαραγόμενους | τις | αναπαραγόμενες | τα | αναπαραγόμενα |
| κλητική | αναπαραγόμενοι | αναπαραγόμενες | αναπαραγόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αναπαραγόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.