αναπαλλοτρίωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπαλλοτρίωτος η αναπαλλοτρίωτη το αναπαλλοτρίωτο
      γενική του αναπαλλοτρίωτου της αναπαλλοτρίωτης του αναπαλλοτρίωτου
    αιτιατική τον αναπαλλοτρίωτο την αναπαλλοτρίωτη το αναπαλλοτρίωτο
     κλητική αναπαλλοτρίωτε αναπαλλοτρίωτη αναπαλλοτρίωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπαλλοτρίωτοι οι αναπαλλοτρίωτες τα αναπαλλοτρίωτα
      γενική των αναπαλλοτρίωτων των αναπαλλοτρίωτων των αναπαλλοτρίωτων
    αιτιατική τους αναπαλλοτρίωτους τις αναπαλλοτρίωτες τα αναπαλλοτρίωτα
     κλητική αναπαλλοτρίωτοι αναπαλλοτρίωτες αναπαλλοτρίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναπαλλοτρίωτος < ελληνιστική ἀναπαλλοτρίωτος

Επίθετο

αναπαλλοτρίωτος, -η, -ο

  1. που δεν μπορεί το κράτος να πάρει για δημόσια χρήση από κάποιον χωρίς τη συμφωνία του, ακόμα κι αν του προσφέρει κατάλληλη αποζημίωση, που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί
  2. που δεν μπορεί να αφαιρεθεί από κάποιον (κυρίως για θεμέλιο δικαίωμα) δηλαδή αναφαίρετο
    το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα στη ζωή

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.