αναπήδηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναπήδηση | οι | αναπηδήσεις |
| γενική | της | αναπήδησης* | των | αναπηδήσεων |
| αιτιατική | την | αναπήδηση | τις | αναπηδήσεις |
| κλητική | αναπήδηση | αναπηδήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναπηδήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναπήδηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπήδησις + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε ανα-πηδώ, αναπηδ -ηση.
Ουσιαστικό
αναπήδηση θηλυκό
Αναφορές
- Διεθνής Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης (FIBA), Επίσημοι κανονισμοί καλαθοσφαίρισης 2018, μετάφραση-επιμέλεια: Κωνσταντίνος Κορομηλάς, Παναγιώτης Ντάβαρης, Βασίλειος Μπίκας (Αθήνα: Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης [ΕΟΚ] - Ομοσπονδία Διαιτητών Καλαθοσφαίρισης Ελλάδος [ΟΔΚΕ], Σεπτέμβριος 2018), σσ. 19-22. Στον ιστότοπο της ΟΔΚΕ· πρόσβαση: 2021-11-16.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.