bounce
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| bounce | bounces |
bounce (en)
- το γκελ, η αναπήδηση, το αναπήδημα, το σκίρτημα, το ανασκίρτημα
Ρήμα
| ενεστώτας | bounce |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bounces |
| αόριστος | bounced |
| παθητική μετοχή | bounced |
| ενεργητική μετοχή | bouncing |
bounce (en)
- αναπηδώ (για κίνηση μπάλας ή άλλη παρόμοια κίνηση)
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.