τίναγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τίναγμα τα τινάγματα
      γενική του τινάγματος των τιναγμάτων
    αιτιατική το τίναγμα τα τινάγματα
     κλητική τίναγμα τινάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τίναγμα < αρχαία ελληνική τίναγμα < τινάσσω

Ουσιαστικό

τίναγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.