αναξυρίδες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | αναξυρίδες | ||
| γενική | των | αναξυρίδων | ||
| αιτιατική | τις | αναξυρίδες | ||
| κλητική | αναξυρίδες | |||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναξυρίδες < αρχαία ελληνική ἀναξυρίδες
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.ksiˈɾi.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐ξυ‐ρί‐δες
Ουσιαστικό
αναξυρίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο, ενδυμασία) είδος γυναικείου παντελονιού που φορούσαν στις περιοχές της Ανατολής
- ※ Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο αναξυρίδες για να ορίσουν το ξένο για τον πολιτισμό τους ένδυμα, το οποίο γνώριζαν από τις επαφές τους με τους γειτονικούς τους ανατολικούς λαούς. Οι μυθικές Αμαζόνες παρουσιάζονται στις πηγές με εφαρμοστές αναξυρίδες, ενώ ο Πέρσης ιππέας του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης παρουσιάζεται με παρόμοιο ένδυμα το οποίο φέρει περίτεχνη διακόσμηση.
- Τα παντελόνια ήταν δημοφιλή στην αρχαία Ανατολή (11 Δεκεμβρίου 2009), archaiologia.gr
- ※ Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο αναξυρίδες για να ορίσουν το ξένο για τον πολιτισμό τους ένδυμα, το οποίο γνώριζαν από τις επαφές τους με τους γειτονικούς τους ανατολικούς λαούς. Οι μυθικές Αμαζόνες παρουσιάζονται στις πηγές με εφαρμοστές αναξυρίδες, ενώ ο Πέρσης ιππέας του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης παρουσιάζεται με παρόμοιο ένδυμα το οποίο φέρει περίτεχνη διακόσμηση.
Μεταφράσεις
αναξυρίδες
|
|
Πηγές
- αναξυρίδες - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.