ανακλινόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανακλινόμενος | η | ανακλινόμενη | το | ανακλινόμενο |
| γενική | του | ανακλινόμενου | της | ανακλινόμενης | του | ανακλινόμενου |
| αιτιατική | τον | ανακλινόμενο | την | ανακλινόμενη | το | ανακλινόμενο |
| κλητική | ανακλινόμενε | ανακλινόμενη | ανακλινόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανακλινόμενοι | οι | ανακλινόμενες | τα | ανακλινόμενα |
| γενική | των | ανακλινόμενων | των | ανακλινόμενων | των | ανακλινόμενων |
| αιτιατική | τους | ανακλινόμενους | τις | ανακλινόμενες | τα | ανακλινόμενα |
| κλητική | ανακλινόμενοι | ανακλινόμενες | ανακλινόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ανακλινόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.