ανακαινίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακαινίστρια | οι | ανακαινίστριες |
| γενική | της | ανακαινίστριας | των | ανακαινιστριών |
| αιτιατική | την | ανακαινίστρια | τις | ανακαινίστριες |
| κλητική | ανακαινίστρια | ανακαινίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακαινίστρια < ανακαινιστής + -τρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.