αναισθητοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αναισθητοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναισθητοποιώ
- θα αναισθητοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναισθητοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.