αναζωπυρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναζωπυρωμένος | η | αναζωπυρωμένη | το | αναζωπυρωμένο |
| γενική | του | αναζωπυρωμένου | της | αναζωπυρωμένης | του | αναζωπυρωμένου |
| αιτιατική | τον | αναζωπυρωμένο | την | αναζωπυρωμένη | το | αναζωπυρωμένο |
| κλητική | αναζωπυρωμένε | αναζωπυρωμένη | αναζωπυρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναζωπυρωμένοι | οι | αναζωπυρωμένες | τα | αναζωπυρωμένα |
| γενική | των | αναζωπυρωμένων | των | αναζωπυρωμένων | των | αναζωπυρωμένων |
| αιτιατική | τους | αναζωπυρωμένους | τις | αναζωπυρωμένες | τα | αναζωπυρωμένα |
| κλητική | αναζωπυρωμένοι | αναζωπυρωμένες | αναζωπυρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναζωπυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναζωπυρώνω
Μετοχή
αναζωπυρωμένος, -η, -ο
- που έχει αναζωπυρωθεί
- αναζωπυρωμένη εστία, πυρκαγιά, φωτιά
- με αναζωπυρωμένο το ενδιαφέρον
- αναζωπυρωμένη τάση, συζήτηση
- αναζωπυρωμένο μέτωπο στα εργασιακά
Μεταφράσεις
αναζωπυρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.