αναζητούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναζητούμενος | η | αναζητούμενη | το | αναζητούμενο |
| γενική | του | αναζητούμενου | της | αναζητούμενης | του | αναζητούμενου |
| αιτιατική | τον | αναζητούμενο | την | αναζητούμενη | το | αναζητούμενο |
| κλητική | αναζητούμενε | αναζητούμενη | αναζητούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναζητούμενοι | οι | αναζητούμενες | τα | αναζητούμενα |
| γενική | των | αναζητούμενων | των | αναζητούμενων | των | αναζητούμενων |
| αιτιατική | τους | αναζητούμενους | τις | αναζητούμενες | τα | αναζητούμενα |
| κλητική | αναζητούμενοι | αναζητούμενες | αναζητούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αναζητούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.