ξεπροβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεπροβάλλω < μεσαιωνική ελληνική < ξε και προβάλλω < ή από το ρήμα ἐκπροβάλλω ( (ελληνιστική κοινή), σήμαινε πετάω ή διώχνω) ή ἐκ και πρόβολος
Ρήμα
ξεπροβάλλω
- (για ανθρώπους) φανερώνομαι από κάπου
- Την είδε να ξεπροβάλλει μέσα από τα δέντρα, σαν...
- (για ιδέες, ενέργειες) αναδύομαι από κάποιες συνθήκες
- ...καθώς ξεπρόβαλλαν κα άρχισαν να σχηματίζονται οι κοινωνικές επιστήμες, έτειναν να απομακρύνονται από τις στενές ανθρωπιστικές μελέτες από τις οποίες είχαν αναδυθεί
- ...εκτός από το Λογγίνο και τον Πλούταρχο, όλοι οι Ελληνικοί Φωστήρες ξεπρόβαλλαν από την Ανατολή, που ήταν τότε η Νέα Ελλάδα (Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης)
| Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ξεπροβάλλω | |
| Παρατατικός | ξεπρόβαλλα | |
| Μέλλοντας | θα ξεπροβάλλω (διαρ.) και θα ξεπροβάλω (στιγ.) | |
| Αόριστος | ξεπρόβαλα | |
| Παρακείμενος | έχω ξεπροβάλει | |
| Υπερσυντέλικος | είχα ξεπροβάλει | |
| Συντελ. Μέλλοντας | θα έχω ξεπροβάλει | |
| Μετοχές | ξεπροβάλλοντας | |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.