stir

Αγγλικά (en)

ενεστώτας stir
γ΄ ενικό ενεστώτα stirs
αόριστος stirred
παθητική μετοχή stirred
ενεργητική μετοχή stirring

Ρήμα

stir (en)

  1. (μεταβατικό) ανακατεύω κάποιο υγρό, ουσία
    She stirred the tea in her cup.
    Ανακάτεψε το τσάι στο φλιτζάνι της.
     συνώνυμα: mix
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
    He was stirred by patriotism.
    Κινήθηκε από πατριωτισμό.
    I stir the workers into going on strike.
    Διεγείρω τους εργάτες να κατέβουν σε απεργία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη motivate
  3. (μεταβατικό) συγκινώ, κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
    The sight stirred pity in me.
    Συγκινήθηκα από το θέαμα και τον λυπήθηκα.
    I stir someone’s interest/curiosity.
    Κινώ το ενδιαφέρον/την περιέργεια κάποιου.
    speeches that stir popular sentiments - λόγοι που διεγείρουν τα πνεύματα του κόσμου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη arouse

Πηγές

  • stir - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 48, 234, 448-449, 831. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακατεύω, διεγείρω, κινώ, συγκινώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.